αλλοκα

αλλοκα
    ἄλλοκα
    дор. = ἄλλοτε См. αλλοτε

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αλλοκα" в других словарях:

  • άλλοκα — ἄλλοκα [ἄλλος] δωρικός τύπος αντί ἄλλοτε …   Dictionary of Greek

  • ἄλλοκα — ἄλλοσε elsewhither doric aeolic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄλλοκ' — ἄλλοκα , ἄλλοσε elsewhither doric aeolic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλλος — η, ο (ΑΜ ἄλλος, η, ον) (ως αντωνυμία ή επίθετο) 1. αυτός που διακρίνεται από κάποιον ή κάποιους, που ήδη έχουν αναφερθεί ή υπονοηθεί 2. (ενάρθρως) ο άλλος, οι άλλοι αυτός ή αυτοί που απομένουν, οι υπόλοιποι 3. διαφορετικός, αλλιώτικος, άλλου… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»